- πεντάβραχυς
- ο, ΝΜΑ(μετρ.) πόδας ο οποίος σύγκειται από πέντε συνεχόμενες βραχείες συλλαβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + βραχύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντάβραχος — ὁ, Μ ο πεντάβραχυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πεντάβραχυς κατά τα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek